ἅλας

ἅλας
ἅλας, ατος, τό (Aristot. et al.; pap since III B.C. [Mayser 286; Nägeli 58, 1]; LXX [Helbing 49; Thackeray 152]; TestSol 18:34 [cp. PVindobBosw]; TestLevi 9:14. For the v.l. ἅλα Mk 9:50; Lk 14:34 [Sb 8030, 21 (47 A.D.), prob. a back-formation fr. ἅλατ-on the model of σῶμα, ατος] s. W-S. §9, n. 7; B-D-F §47, 4; Mlt-H. 132f. From the class. form ἅλς only ἁλί [cp. Lev 2:13] as v.l. in Mk 9:49 and ἁλός 1 Cl 11:2 [Gen 19:26]) salt
lit. as seasoning for food or as fertilizer Mt 5:13b; Mk 9:50ab; Lk 14:34 (EDeatrick, Biblical Archaeologist 25, ’62, 41–48).
fig., of the spiritual qualities of the disciples (cp. Diogenes 4 p. 94, 13 Malherbe, of the men at Athens) τὸ ἅ. τῆς γῆς Mt 5:13a; cp. Mk 9:50c and s. the comm. Of speech that is winsome or witty (Plut., Mor. 514ef; 685a: life seasoned with words) ὁ λόγος ἅλατι ἠρτυμένος (sc. ἔστω) let your speech be seasoned w. salt Col 4:6. (Diog. L. 4, 67: Timon [III B.C.] says the speech of the Academics is ἀνάλιστος, ‘dry’).—B. 382. DELG s.v. ἅλς M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἅλας — salt neut nom/voc/acc sg ἅλς salt masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλας — Βλ. λ. άλατα. * * * ( ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το αρχ. και ἅλς ἁλός, ο) 1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων (βλ. λ. άλατα) 2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει… …   Dictionary of Greek

  • -αλάς — Γλωσσ. κατάλ. επιτατική ή μεγεθυντική, περιορισμένης παραγωγικότητας, που προήλθε ανομοιωτικά με τροπή τού ρ σε λ) από την κατάλ. αράς < άρα*, όταν στη λ. υπήρχε και άλλο ρ, ή από θηλ. ουσιαστικά σε άλα ή αρσ. σε αλος με την κατάληξη… …   Dictionary of Greek

  • αλάς — Βλ. λ. άλατα. * * * ο 1. (άλογο) στικτό, με άσπρα στίγματα σε μαύρο βάθος 2. μάλλινος επενδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ala «ποικιλόχρωμος»] …   Dictionary of Greek

  • ἁλᾶς — ἁλή salt works fem gen sg (doric aeolic) ἁ̱λᾶς , ἁλής thronged masc/fem acc pl (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλάς — Ἁλά̱ς , Ἅλη fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλάς — ἁλά̱ς , ἁλή salt works fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλας — Ἄλᾱς , Ἄλευς masc acc pl Ἄλᾱς , Ἄλης masc acc pl Ἄλᾱς , Ἄλης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλας — ἄλᾱς , ἄλη wandering fem acc pl ἄλᾱς , ἄλη wandering fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλας, ορυκτό — Βλ. λ. αλάτι …   Dictionary of Greek

  • εξαχλωριούχο άλας — χημ. χλωριούχο άλας τού οποίου ο χημικός τύπος περιλαμβάνει έξι άτομα χλωρίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”